- κεντρικότητα
- ηη ιδιότητα του κεντρικού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεντρικότητα — η το να βρίσκεται κάποιος ή κάτι στο κέντρο, το να είναι πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεντρικός. Η λ., στον λόγιο τ. κεντρικότης, μαρτυρείται από το 1834 στον Ιωάννη Φιλήμονα] … Dictionary of Greek